«Ένας νόμος που θα σεβόταν το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων Ελλήνων θα μπορούσε να σημάνει το τέλος μιας Ελλάδας δυο ταχυτήτων καθιερώνοντας μια ολιστική αντίληψη για τον Ελληνισμό» τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Ελένη Χρονοπούλου, υποψήφια στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, προσθέτοντας ότι σε αυτές τις εκλογές «δόθηκε σε όλους τυπικά ένα δικαίωμα το οποίο πολλοί από αυτούς δεν μπορούν να ασκήσουν. Ο αντίκτυπος για όσους δεν μπορούν να ψηφίσουν είναι η αίσθηση πως η πατρίδα τους, τους κοροϊδεύει».
Η κ. Χρονοπούλου, η οποία ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες εδώ και περίπου 12 χρόνια και με εμπειρία στα θεσμικά όργανα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Κομισιόν εν συνεχεία, σημειώνει ότι «η δήλωση πλασματικών δημοσιονομικών στοιχείων στην ΕΕ που συγκάλυψε το εξωφρενικό έλλειμμα της κυβέρνησης Καραμανλή τους πρώτους εννέα μήνες του 2009 διέσυρε την αξιοπιστία της χώρας διεθνώς και την οδήγησε μαθηματικά στην χρεοκοπία και το μνημόνιο. Τα capital controls και τα «go back κυρία Μέρκελ» του Αλέξη Τσίπρα, ο κίνδυνος αποπομπής μας από το ευρώ και την ευρωπαϊκή οικογένεια και το πρόσφατο σκάνδαλο των υποκλοπών σε συνδυασμό με την ανελευθερία του τύπου στη χώρα μας είναι στάμπες που δε φεύγουν εύκολα». Επιπροσθέτως, επισημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ «είναι ένα κόμμα με σαφή Ευρωπαϊκό προσανατολισμό, με σοσιαλδημοκρατικές αξίες, που έχει φροντίσει για το κοινωνικό κράτος και το κράτος δικαίου όσο κανένα άλλο κόμμα στη χώρα μας» χαρακτηρίζοντας «πολύ ενδιαφέρον το γεγονός» ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης «προσπάθησε με επιτυχία να φέρει στην πολιτική ανθρώπους που δεν είναι «επαγγελματίες πολιτικοί» αλλά εργαζόμενοι και «κανονικοί», είναι μια πρόκληση αυτό σε μια εποχή που ακόμα παλεύουμε με παλαιοκομματικά κατάλοιπα».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη της Ελένης Χρονοπούλου, υποψήφιας στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Ειρήνη Ζαρκαδούλα:
ΕΡ: Για ποιο λόγο αποφασίσατε να είστε υποψήφια στις εθνικές εκλογές;
ΑΠ: Όταν ο πρόεδρος του κόμματος με το οποίο συντάσσεσαι και πιστεύεις για χρόνια σου κάνει την τιμητική πρόταση να δώσεις μαζί με τόσα αλλά αξιόλογα στελέχη τη μάχη των εκλογών από το ψηφοδέλτιο επικρατείας δεν είναι εύκολο να αρνηθείς. Αντιθέτως, είναι πολύ μεγάλη πρόκληση να μπεις στην πρώτη γραμμή της πολιτικής και να προσπαθήσεις να φέρεις μια καινούργια οπτική, νέες ιδέες και πρακτικές λύσεις αποφεύγοντας την τοξικότητα που κυριαρχεί στον πολιτικό δημόσιο διάλογο.
ΕΡ: Οι Έλληνες του εξωτερικού για πρώτη φορά έχουν τη δυνατότητα να ψηφίσουν από χώρα διαμονής τους. Τι σημαίνει αυτό και ποιος είναι ο αντίκτυπος για τους Έλληνες της ομογένειας, αλλά και για την χώρα;
ΑΠ: Πράγματι, για πρώτη φορά οι Έλληνες απόδημοι εκπροσωπούνται στα ψηφοδέλτια επικρατείας. Δεν έχουν όμως όλοι τη δυνατότητα να ψηφίσουν από τη χώρα διαμονής τους, είτε επειδή δεν πληρούν τα κριτήρια του νόμου είτε επειδή δεν έχουν εκλογικό τμήμα κοντά τους. Δόθηκε δηλαδή σε όλους τυπικά ένα δικαίωμα το οποίο πολλοί από αυτούς δεν μπορούν να ασκήσουν. Ο αντίκτυπος για όσους δεν μπορούν να ψηφίσουν είναι η αίσθηση πως η πατρίδα τους, τους κοροϊδεύει.
Η συζήτηση που άνοιξε όμως με το νέο νόμο που φέρνει τρεις εκπροσώπους του απόδημου ελληνισμού σε κάθε ψηφοδέλτιο επικράτειας πρέπει να λειτουργήσει εποικοδομητικά ώστε να καταργηθούν άμεσα τα υπάρχοντα κριτήρια και να τεθεί επιτέλους το ζήτημα της επιστολικής ψήφου. Ένας νόμος που θα σεβόταν το δικαίωμα ψήφου των αποδήμων Ελλήνων θα μπορούσε να σημάνει το τέλος μιας Ελλάδας δυο ταχυτήτων καθιερώνοντας μια ολιστική αντίληψη για τον Ελληνισμό. Πολύ φοβάμαι όμως ότι ο συγκεκριμένος νόμος πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο.
ΕΡ: Εσείς ζείτε και δραστηριοποιείστε στις Βρυξέλλες. Κάποιοι που διαμένουν στην Ελλάδα θα μπορούσαν να πουν τί γνωρίζουν για τα προβλήματα της χώρας οι Έλληνες που εδώ και χρόνια έχουν διαμορφώσει τη ζωή τους στο εξωτερικό; Τι απαντάτε σε αυτό;
ΑΠ: Το ότι ζεις σε άλλη χώρα δε σημαίνει ότι αποσυνδέεσαι από τη χώρα σου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα μέχρι το γυμνάσιο, σπούδασα στο δημόσιο πανεπιστήμιο, ξεκίνησα να εργάζομαι στα 18 παράλληλα με τις σπουδές μου. Η κρίση με έσπρωξε να αναζητήσω καλύτερες αποδοχές και συνθήκες εργασίας όπως τόσοι άλλοι νέοι της γενιάς μου. Στην Αθήνα παραμένει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής μου ζωής, η οικογένεια μου κατοικεί εδώ. Τα προβλήματα της χώρας είναι γνωστά και δυστυχώς διαχρονικά με σαφή επιδείνωση την τελευταία δεκαετία. Η εργασία μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όχι μόνο με έχει κρατήσει σε πλήρη επαφή με τις παθογένειες της Ελλάδας αλλά ταυτόχρονα βοηθάει πολύ στο να παρατηρώ με ποιον τρόπο οι άλλες χώρες λύνουν παρόμοια προβλήματα.
ΕΡ: Ζώντας στις Βρυξέλλες, βλέπετε να υπάρχει διαφορά σε σχέση με τη θέση της Ελλάδας και την αντιμετώπιση που είχε η χώρα στο παρελθόν και σε τι επίπεδο;
ΑΠ: Η δήλωση πλασματικών δημοσιονομικών στοιχείων στην ΕΕ που συγκάλυψε το εξωφρενικό έλλειμμα της κυβέρνησης Καραμανλή τους πρώτους εννέα μήνες του 2009 διέσυρε την αξιοπιστία της χώρας διεθνώς και την οδήγησε μαθηματικά στην χρεοκοπία και το μνημόνιο. Τα capital controls και τα «go back κυρία Μέρκελ» του Αλέξη Τσίπρα, ο κίνδυνος αποπομπής μας από το ευρώ και την ευρωπαϊκή οικογένεια και το πρόσφατο σκάνδαλο των υποκλοπών σε συνδυασμό με την ανελευθερία του τύπου στη χώρα μας είναι στάμπες που δε φεύγουν εύκολα. Είναι πάγια τακτική της Νέας Δημοκρατίας να κρύβει τα προβλήματα κάτω από το χαλί, δυστυχώς την ακολουθεί και σήμερα.
ΕΡ: Γιατί αποφασίσατε να ταχθείτε με το κόμμα του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και με τον Νίκο Ανδρουλάκη;
ΑΠ: To ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ, είναι το κόμμα που με εκφράζει ιδεολογικά εδώ και αρκετά χρόνια. Είναι ένα κόμμα με σαφή Ευρωπαϊκό προσανατολισμό, με σοσιαλδημοκρατικές αξίες, που έχει φροντίσει για το κοινωνικό κράτος και το κράτος δικαίου όσο κανένα άλλο κόμμα στη χώρα μας. Ήταν διαχρονικά υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καινοτόμησε με μια σειρά πρωτοβουλιών που θωράκισαν τη σύγχρονη δημοκρατία μας (ανεξάρτητες αρχές, διαύγεια, opengov). Ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ένας πολιτικός που σέβεται τους θεσμούς, μετριοπαθής, που εμπνέει ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι προσπάθησε με επιτυχία να φέρει στην πολιτική ανθρώπους που δεν είναι «επαγγελματίες πολιτικοί» αλλά εργαζόμενοι και «κανονικοί», είναι μια πρόκληση αυτό σε μια εποχή που ακόμα παλεύουμε με παλαιοκομματικά κατάλοιπα.